- καρτερεῖ
- καρτερέωto be steadfastpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)καρτερέωto be steadfastpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτέρει — καρτερέω to be steadfast pres imperat act 2nd sg (attic epic) καρτερέω to be steadfast imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
ολάνοιχτος — και ολάνοικτος, η, ο ο εντελώς ή διάπλατα ανοιχτός, ο ορθάνοιχτος («δάσκαλε, πάμε ολάνοιχτος μάς καρτερεί κι ο ναός», Παλαμ.). επίρρ... ολάνοιχτα τελείως ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ανοιχτός] … Dictionary of Greek
ονειροψάλτης — ο (ιδίως σε ποιήματα) ο ψάλτης ονείρων («καρτερεί το στόμα κάποιον λατρευτή και ονειροψάλτη θείου», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
σκευρώνω — και σκεβρώνω Ν 1. κάνω κάτι στραβό, κυρτό, προκαλώ λύγισμα σε κάτι 2. συντελώ στο να γίνει κάποιος καμπούρης, κυρτός, κάνω κάποιον καμπούρη («τόν σκέβρωσαν τα γηρατειά») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στραβός, κυρτός, στραβώνω β) (για ξύλα) γίνομαι… … Dictionary of Greek
κάλλιος — α, ο συγκρ. του επιθ. καλός καλύτερος, ανώτερος: Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού κι ο πρωτονοικοκύρης. Επίρρ. κάλλιο και κάλλια καλύτερα, προτιμότερα: Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακορίζικος, -η — και ια, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει κακό ριζικό, κακότυχος: Αλίμονο στον κακορίζικο, που καρτερεί απ την τύχη του. 2. ανάποδος, κακομοίρης, δύσκολος: Ο Θεός του κακορίζικου κακή βουλή του βάνει (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρτερώ — και καρτεράω καρτέρησα και καρτέρεσα 1. υπομονεύω, κάνω υπομονή: Καρτέρα λίγο και όλα θα διορθωθούν. 2. περιμένω κάποιον: Ποιον καρτεράς εδώ; 3. αναμένω, κάνω καρτέρι: Αν πας, Μαλάμω μ , για νερό, κι εγώ στη βρύση καρτερώ (δημ. τραγ.). 4. «Κάλλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω. Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)